ελαιοπαραγωγικός

ελαιοπαραγωγικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην ελαιοπαραγωγή ή στον ελαιοπαραγωγό
2. (για τόπο) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”